Η Ελλάδα το έκανε! Μετά από 16 ολόκληρα χρόνια “έσπασε” την κατάρα των προημιτελικών και βαδίζει ολοταχώς προς τη ζώνη των μεταλλίων! Τόσα χρόνια ξεκινούσαμε με όνειρα και φιλοδοξίες αλλά κάπου στη μέση… το όνειρο έμενε μισό. Από το 2011 έως χθες, η Εθνική μας έφτασε τέσσερις φορές στην οκτάδα, και μετρούσαμε ισάριθμες ήττες, ισάριθμους αποκλεισμούς. Η απογοήτευση ήταν τεράστια, όπως και η κριτική – είναι… στο DNA του Έλληνα, που είπε και ο αρχηγός.
Φέτος, όμως, είναι διαφορετικά. Είναι η χρονιά που η Εθνική μας, η Εθνική όλων μας, η Επίσημη Αγαπημένη ξόρκισε τον δαίμονά της. Όλο αυτό το πέτυχε σε ένα καλοκαίρι όλο γκρίνια και αμφισβήτηση. Σχόλια για “σφαλιάρες”, κακό κλίμα, και αμφιβολία για τις δυνατότητες της ομάδας και του προπονητή… πήραν την απάντησή τους με τον πιο ηχηρό τρόπο. Σε ένα σπουδαίο ελληνικό βράδυ, που θα μείνει στη μνήμη μας. Κι ακόμα η διοργάνωση δεν έχει τελειώσει…
Ο μύθος που έγινε προπονητής και συνεχίζει να δείχνει τον δρόμο

Στο τιμόνι αυτής της ομάδας βρίσκεται ένας άνθρωπος – πηγή έμπνευσης. Πρώτα για τους παίκτες του, και έπειτα για όλους τους Έλληνες. Ένας θρύλος του παγκόσμιου μπάσκετ που… ξέρει τον τρόπο, τον Βασίλη Σπανούλη. Ο Τολιόπουλος στην συνέντευξη Τύπου ανέφερε πως πρότυπό του είναι ο Σπανούλης. Ο Σλούκας λίγες ημέρες πριν είχε δηλώσει ακριβώς το ίδιο. Τυχαίο; Καθόλου. Ένας προπονητής πρέπει να είναι ένας άνθρωπος που εμπνέει τους παίκτες του, τους δίνει κίνητρο να γίνονται μέρα με τη μέρα καλύτεροι, να μη σταματούν να δουλεύουν και να τους δίνει το δικαίωμα να ονειρεύονται. Δεν αρκούν τα συστήματα και οι τακτικές. Θέλει ψυχή, έμπνευση και πίστη. Και αυτά τα δίνει απλόχερα ο Σπανούλης.
Το παιδί που ξεκίνησε από το μηδέν και είναι ακόμα… πεινασμένο

Κι αν ο Σπανούλης είναι η φλόγα που καίει στον πάγκο, μέσα στο παρκέ αυτή η φλόγα μετατρέπεται σε ενέργεια και ολοκληρωτικό μπάσκετ από τους παίκτες. Ο Γιάννης, ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, δείχνει φέτος πιο ώριμος από ποτέ. Μετά τη λήξη της αναμέτρησης με την Λιθουανία, είπε χαρακτηριστικά στους συμπαίκτες του: “Δεν κερδίσαμε κάτι, δεν κερδίσαμε κάτι. Άλλο ένα παιχνίδι, εντάξει;”. Εκείνος που… από το τίποτα, έχει κερδίσει τα πάντα. Αυτό είναι το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής του Γιάννη.
Θα είναι αυτό το “last dance”;

Ο Σλούκας, ένας floor general, ένας decision maker που καταθέτει στο παρκέ εμπειρία, τεχνογνωσία και μπασκετική σοφία, προσθέτει ηρεμία και πνευματική ωριμότητά στην ομάδα. Πολλές φορές, η αντοχή και το πείσμα του, του επιτρέπουν να μπορεί να πάρει αμυντικό ριμπάουντ και να σκοράρει με coast to coast. Η ικανότητα του να επιλέγει την καλύτερη λύση για τις επιθέσεις της Εθνικής, είναι αυτό που έλειπε όταν απουσίαζε λόγω τραυματισμών.
Ο Παπανικολάου, ο δικός μας αρχηγός εντός και εκτός παρκέ, επιβεβαιώνει καθημερινά γιατί του έχει ανατεθεί ο ρόλος αυτός. Όπως στον προπονητή δεν αρκούν μόνο τα συστήματα, έτσι και στον αρχηγό δεν φτάνουν οι ικανότητες, οι γνώσεις και η εμπειρία. Εκείνο που μετρά πιο πολύ είναι το πάθος και το ήθος. Ο Παπανικολάου δεν είναι ο πιο γρήγορος (πλέον), ούτε ο χαρισματικότερος σκόρερ, ούτε ο κορυφαίος ριμπάουντερ. Το θέλει όμως – και το αποδεικνύει.
Ο Σλούκας με τον Παπανικολάου, έχουν και κάτι κοινό. Ξέρουν πως αυτό είναι ίσως το τελευταίο τους τουρνουά με τη “γαλανόλευκη” και με τις εμφανίσεις τους δείχνουν πως θα τα δώσουν όλα για την Εθνική. Αν η Ελλάδα φτάσει στην κορυφή, θα έχουν κατακτήσει τα πάντα.
Εθνική Ελλάδας ή αλλιώς… “λερναία ύδρα”

Εκτός από τους τρεις συνήθεις ύποπτους, η Εθνική του Σπανούλη έχει καταφέρει το εξής σπουδαίο: σε κάθε ματς βρίσκει έναν διαφορετικό συμπρωταγωνιστή, έναν διαφορετικό παράγοντα “Χ”. Με την Ισπανία, για την κορυφή του ομίλου και ένα πιο… βατό μονοπάτι στη συνέχεια, ήταν ο Τάιλερ Ντόρσει. Με 22 πόντους και 6/9 τρίποντα, έδωσε ρυθμό στην ομάδα και άνοιξε χώρους για τους υπόλοιπους. Στα νοκ – άουτ, με το Ισραήλ, ο Σαμοντούροφ, ο “γαλανόλευκος” αξιωματικός της Ελλάδας, έγινε game-changer με νεανικό… θράσος, 7 πόντους, 6 ριμπάουντ, 2 κλεψίματα και έδειξε πως το μέλλον είναι εδώ. Σκεφτείτε μόνο ότι ο Αλέξανδρος ήταν μόλις 5 μηνών, όταν η Ελλάδα σήκωνε το τρόπαιο το 2005.
Με τη Λιθουανία, ξεχώρισαν ο Βασίλης Τολιόπουλος και ο Κώστας Αντετοκούνμπο. Ο Τολιόπουλος έφερε σκορ από τον πάγκο με 17 πόντους (6/8 εντός πεδιάς) και ήταν δεύτερος σκόρερ της ομάδας – μετά τον Γιάννη – με +/- ίσο με +16 όταν βρισκόταν στο παρκέ (δεύτερη καλύτερη επίδοση). Ο Κώστας Αντετοκούνμπο, από την πλευρά του, έκοβε ό,τι κινούνταν στην Riga Arena με 4 μπλοκ στα πρώτα 6 λεπτά που αγωνίστηκε. Ολοκλήρωσε το ματς με 4 πόντους, 3 ριμπάουντ, 2 ασίστ και +19 στο +/- (πρώτος στην σχετική κατάταξη).
Και οι υπόλοιποι; Ο Καλαϊτζάκης είναι ο εξολοθρευτής των αντίπαλων σταρ, ο Μήτογλου αισθάνεται ανανεωμένος με σπουδαία δουλειά στην άμυνα, ο Θανάσης δίνει ενέργεια, πάθος από άλλο πλανήτη, ο Λαρεντζάκης χτυπάει σαν… κόμπρα και ο Κατσίβελης προσφέροντας πολύτιμες επιθετικές λύσεις όταν χρειαστεί.
Δεν είναι τύχη. Είναι χημεία, είναι ρόλοι, είναι εμπιστοσύνη. Ο Σπανούλης έφτιαξε μια ομάδα που σε κάθε παιχνίδι βγάζει κι έναν νέο πρωταγωνιστή. Και αυτό είναι το πιο ενθαρρυντικό σημάδι, καθώς όταν μια ομάδα έχει τόσες επιλογές, τότε είναι πραγματικά απρόβλεπτη και επικίνδυνη.
Ένα σύνολο που κατάφερε το απίθανο: να ενώσει όλους τους Έλληνες

Αυτή η ομάδα παίζει για όλη την Ελλάδα, για κάθε έναν που φορά τη γαλανόλευκη, για κάθε παιδί που ονειρεύεται να γίνει μέρος αυτού του θαύματος. Κάθε καλάθι, κάθε άμυνα, κάθε στιγμή στο παρκέ είναι ένα κομμάτι ιστορίας που γράφεται ζωντανά. Η Ελλάδα δεν είναι απλά μια ομάδα — είναι η ενσάρκωση της ελπίδας, της πίστης και της υπερηφάνειας όλου του έθνους. Και αυτή τη στιγμή, αυτή η ομάδα, αυτή η Ελλάδα, μας δείχνει πως το όνειρο είναι εδώ – ζωντανό.