Η Εβίνα Μάλτση, η κορυφαία Ελληνίδα μπασκετμπολίστρια όλων των εποχών, παραχώρησε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο ClutchTime και στην Αλκμήνη Γαϊταντζή.
Μια γυναίκα θρύλος που… γεννήθηκε μέσα στα γήπεδα του μπάσκετ, το έκανε επάγγελμα, τίμησε τη φανέλα της Εθνικής και σήμερα συνεχίζει να εμπνέει τις νέες γενιές, όχι μόνο ως αθλήτρια αλλά και ως προσωπικότητα, προπονήτρια και μέντορας. Μιλάμε για την πορεία της, τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ξεπέρασε, αλλά κυρίως για τη δύναμη της θέλησης και της πίστης στα όνειρα που δεν έχουν… ταβάνι.
Εβίνα, πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για το μπάσκετ;
“Η αγάπη μου για το μπάσκετ ήταν ακαριαία και πάρα πολύ έντονη. Είμαι το τρίτο παιδί μιας οικογένειας, όπου και ο αδερφός μου και η αδερφή μου παίζανε μπάσκετ στην σχολική και στην τοπική ομάδα. Κατά συνέπεια, τα αθλητικά παπούτσια, οι εμφανίσεις τους και οι μπάλες μπάσκετ ήταν για μένα ένα πολύ οικείο περιβάλλον. Από ό,τι μου έχουν πει, γιατί εγώ δεν θυμάμαι, με έπαιρναν μαζί τους στο γήπεδο από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Μάλιστα, μου έχουν πει ότι τεσσάρων χρονών ήμουν στο πάγκο της ομάδας και ντρίπλαρα. Οπότε, η σχέση μου με το μπάσκετ ξεκίνησε πάρα πολύ νωρίς.
Αυτό που άλλαξε τη ρότα της όλης κατεύθυνσης ήταν το 1987, όταν η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε το Ευρωπαϊκό. Ήμουν 9 χρονών και θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα τις εικόνες στη τηλεόραση, με τους πρωταγωνιστές να σηκώνουν το τρόπαιο και τον κόσμο να πανηγυρίζει. Αυτές οι σκηνές με στιγμάτισαν. Ανήκω στη γενιά που όλοι από την επόμενη μέρα ήμασταν έξω στους δρόμους και παίζαμε μπάσκετ με αυτοσχέδιες μπασκέτες και μπάλες – είχα κάνει ακόμα και με κάλτσες ή χαρτάκια. Μιμούμασταν τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φάνη και τους υπόλοιπους. Μετά από αυτό, στη Βόρεια Ελλάδα ζήσαμε και την χρυσή εποχή του Άρη και του ΠΑΟΚ.
Θυμάμαι να λέω χαρακτηριστικά: “Θέλω να γίνω σαν αυτούς”, χωρίς να ξέρω καν τι σημαίνει. Και κάπως έγραψε μέσα μου και η Εθνική Ομάδα και όλα.”
Αν μπορούσες να μιλήσεις στον μικρό σου εαυτό, τι θα του έλεγες;
“Αν αναλογιστείς ότι πριν από σαράντα χρόνια, οι μόνες εικόνες που είχαμε ήταν το αντρικό μπάσκετ και τα αντρικά πρότυπα, καταλαβαίνεις ότι το να θελήσω εγώ να παίξω μπάσκετ και να γίνω “σαν αυτούς” ήταν παράξενο. Ήρθα πολλές φορές αντιμέτωπη, και κυρίως μετά την εφηβεία μου, με το στερεότυπο που δεν αναγνωρίζει τη γυναίκα μπασκετμπολίστρια.
Αυτό που θα έλεγα στη μικρή Εβίνα είναι: “Κάνε αυτό που αγαπάς, ακολούθησε το, μην ακούς κανέναν που σου προβάλλει τους δικούς του περιορισμούς και κυνήγησε τα όνειρά σου.” Και χαίρομαι πάρα πολύ που το έκανα.
Αν έγραφα ένα γράμμα, θα της έλεγα ότι το ταξίδι θα είναι δύσκολο και θα βρεις πάρα πολλά εμπόδια, αλλά εσύ να μείνεις πιστή σε αυτό που αγαπάς, να συνεχίσεις να προσπαθείς, να γίνεσαι καλύτερη και στο τέλος θα τα καταφέρεις.”
Υπάρχει κάποια στιγμή της καριέρας σου, την οποία θυμάσαι ακόμα και σήμερα με κάθε λεπτομέρεια, και σε σημάδεψε, προσωπικά και μπασκετικά;
“Η αλήθεια είναι ότι θυμάμαι πάρα πολλές στιγμές. Το μπάσκετ είναι ένα πάρα πολύ έντονο κομμάτι της ζωής μου, που με έχει καθορίσει σαν άνθρωπο, στις αποφάσεις και στην πορεία μου. Αν εξαιρέσουμε το ’87, που μας σημάδεψε όλους, η στιγμή που καθόρισε εμένα προσωπικά ήρθε στα 16 μου χρόνια. Αγωνιζόμουν στην τοπική ομάδα, στη Γουμένισσα, κάνοντας το χόμπι μου. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι αυτό – το μπάσκετ – μπορεί να γίνει… “η μοίρα μου”.
Σε εκείνη την ηλικία, είχα αρχίσει για τους προπονητές – όχι σύμφωνα με δική μου εντύπωση και αίσθηση – να ξεχωρίζω, με ομοσπονδιακούς προπονητές να έρχονται να με παρακολουθούν. Ξαφνικά μου δημιουργήθηκε μία πίεση γύρω μου, την οποία δεν ήξερα αν θέλω να την επιλέξω, γιατί μην ξεχνάς ότι μέχρι τότε το μπάσκετ ήταν ένα παιχνίδι, ένας τρόπος εκτόνωσης κι ένας τρόπος να περνάω καλά. Δεν υπήρχε ποτέ η προσδοκία και η πίεση από τους άλλους να κάνω κάτι παραπάνω.
Στο άκουσμα, λοιπόν, από τον προπονητή μου πως μπορεί να παίξω στην Εθνική ομάδα αν δουλέψω και βελτιωθώ… ήταν το πρώτο μου μεγάλο ταρακούνημα. Θα μπορούσα να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα και το σκίρτημα στη καρδιά μου ήταν αυτό που με έκανε να αποφασίσω ότι “αυτό θέλω να κάνω”. Ήταν η φράση που με έκανε να αλλάξω όλη μου τη ζωή. Έτσι, αφοσιώθηκα και τάχθηκα σε αυτό. Και από εκεί ξεκίνησε όλο το ταξίδι.
Έπειτα, δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη κλήση μου στην Εθνική Νεανίδων τότε, που για μένα έμοιαζε με… άπιαστο όνειρο – ένα παιδάκι από τη Γουμένισσα στην Εθνική Ομάδα; ήταν τεράστιο για μένα. Και φυσικά ήταν και μια επιβράβευση της δουλειάς που είχα ήδη κάνει. Οπότε δεν απογοητεύτηκα, και συνέχισα. Έτσι, έπειτα ήρθαν η Εθνική Γυναικών, η Α1, οι μεταγραφές, οι Ολυμπιακοί αγώνες – κορυφαία στιγμή και το εξωτερικό.”
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που συνάντησες στην καριέρα σου και πώς το ξεπέρασες;
“Μεγαλώνοντας στην επαρχία, το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα υπόβαθρο για το γυναικείο μπάσκετ. Πώς μια κοπέλα στα 18 της θα παίξει μπάσκετ, θα πάει στην Αθήνα, θα πάρει μεταγραφή και θα ασχοληθεί μόνο με αυτό; Δεν υπήρχε μπάσκετ γυναικών. Δεν υπήρχε κάτι να το γνωρίζουμε. Το πρώτο μεγάλο εμπόδιο ήταν να μπορέσω να το επικοινωνήσω με τους γονείς μου ώστε να έχω την συγκατάθεσή τους για να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Θυμάμαι, ότι έκανα συμμάχους μου, τα δύο μεγαλύτερα μου αδέρφια, για να μπορέσουμε να τους πείσουμε μαζί. Βέβαια, υπήρχε μεγάλη αντίσταση όσον αφορά το μέλλον μου, τις σπουδές μου και τη δουλειά μου.
Μετά ήρθαν κι άλλα: το να ζήσω μόνη μου, να αντιμετωπίσω τον ανταγωνισμό στις μεγάλες πόλεις, να παίξω και στο εξωτερικό. Όμως, το μεγαλύτερο εμπόδιο – και το συνειδητοποιώ τώρα πια, σε εκείνη την ηλικία δεν θα μπορούσα να το πω – ήταν τα στερεότυπα. Τότε, 40 χρόνια πριν, δεν υπήρχε η εικόνα της γυναίκας αθλήτριας. Φυσικά, υπήρχαν και οι δυσκολίες που έχει κάθε αθλητής όπως είναι οι τραυματισμοί, οι αποτυχίες, η κακή απόδοση, οι ήττες, η ψυχολογική πίεση. Πιστεύω όμως ότι τα εμπόδια υπάρχουν για να τα ξεπερνάμε και για να γινόμαστε καλύτεροι – όχι για να μας σταματάνε.”
Πόσο σημαντική είναι η θέληση για να πετύχει κανείς τους στόχους του;
“Από πολύ μικρή είχα ένα μότο: να μην αφήνω κανέναν και τίποτα να με σταματήσει. Πάντα έπαιρνα έμπνευση και θάρρος από ανθρώπους που ξεκίνησαν από το τίποτα και κατάφεραν να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Υπάρχει ένα ωραίο ρητό του Τζόρνταν που μου αρέσει πολύ: “Τα εμπόδια δεν χρειάζεται να σε σταματούν. Αν τρέξεις πάνω σε έναν τοίχο, μην γυρίσεις πίσω και τα παρατήσεις. Βρες έναν τρόπο να τον σκαρφαλώσεις, να περάσεις μέσα από αυτόν ή να τον παρακάμψεις”.
Για μένα η θέληση είναι η κινητήριος δύναμη όλων. Είναι αυτό που κάνει κάποιον να συνεχίζει, ακόμα κι αν δυσκολεύεται, ακόμα κι αν συναντά εμπόδια. Ειδικά στον αθλητισμό, – αλλά και σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής – πάρα πολλοί άνθρωποι λένε “θέλω”, κανείς όμως δε βάζει τη δουλειά που χρειάζεται. Κι έτσι δεν έρχεται το αποτέλεσμα. Όποιος όμως δουλεύει με στόχο και πρόγραμμα, θα τα καταφέρει.
Παρατηρώντας πετυχημένους ανθρώπους, αυτό το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζω πάντα είναι η “φλόγα στα μάτια τους”. Αυτή η δίψα, η αστείρευτη επιμονή, είναι η πραγματική δύναμη πίσω από την επιτυχία. Είναι σαν να θέλεις να πιεις νερό – ποιος θα σε σταματήσει;”
Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που σου έχει διδάξει το μπάσκετ;
“Το μεγαλύτερο μάθημα που μου έχει διδάξει το μπάσκετ είναι η αποδοχή και η διαχείριση της ήττας – κι όπου ήττα, βάζω και τη λέξη αποτυχία μαζί. Χωρίς, φυσικά, να θέλω να αδικήσω και να υποτιμήσω κανένα μάθημα, γιατί το μπάσκετ σου δίνει πάρα πάρα πολλά μαθήματα. Δεν είναι εύκολο, λοιπόν, να αποτυγχάνεις και να συνεχίζεις. Οι περισσότεροι, όταν αποτυγχάνουμε, θέλουμε να σταματήσουμε ή να φύγουμε γιατί έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε ότι είμαστε καλοί σε κάτι στο οποίο επενδύουμε χρόνο και κόπο. Το μπάσκετ με δίδαξε πώς να μετατρέπω την ήττα και την αποτυχία σε μάθημα προς εξέλιξη, πώς να γυρίζω πίσω και να γίνομαι καλύτερη.
Ένα ακόμα σημαντικό μάθημα είναι ότι, επειδή το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα, μαθαίνεις με το χρόνο και την εμπειρία να βάζεις το εγώ σου κάτω από την ομάδα. Αυτό δεν είναι εύκολο. Απαιτεί συνοχή, προπόνηση, τριβή και χρόνο.
Παράλληλα, το μπάσκετ σου μαθαίνει να σέβεσαι και να αναγνωρίζεις την αξία του αντιπάλου. Καταλαβαίνεις ότι η νίκη δεν έχει νόημα χωρίς την αποδοχή της ήττας και χωρίς τον σεβασμό προς τον άλλο. Σου δίνει δεξιότητες ζωής: πειθαρχία, συνεργασία, υπομονή, ενσυναίσθηση, ικανότητα λήψης αποφάσεων και διαχείρισης συναισθημάτων.
Με λίγα λόγια, το μπάσκετ δεν σε διδάσκει όχι μόνο να παίζεις καλά, αλλά και να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, μέσα και έξω από το γήπεδο.”
Γιατί πιστεύεις ότι το γυναικείο μπάσκετ δεν έχει την αναγνώριση που του αξίζει στην Ελλάδα;
“Το μπάσκετ, όπως και κάθε άθλημα, είναι αυτόνομο, ανεξαρτήτως φύλου. Υπάρχουν, φυσικά, κάποιες διαφοροποιήσεις, όσον αφορά στα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων. Προφανώς ένας άντρας είναι πιο δυνατός από μια γυναίκα, λόγω του μυϊκού του συστήματος. Το γυναικείο μπάσκετ, ωστόσο, δεν υστερεί σε τίποτα – ταχύτητα, δύναμη, λήψη αποφάσεων, passing ή σουτ. Σύμφωνα με έρευνες, μάλιστα, οι γυναίκες μπορούν να εκτελούν καλύτερα κομμάτια τακτικής. Σίγουρα υστερεί σε θέαμα, λόγω των καρφωμάτων, καθώς οι γυναίκες αγωνίζονται σε ισοϋψής μπασκέτες με τους άντρες. Κατά τα άλλα, όλο το υπόλοιπο είναι κομμάτι ισοδύναμο θεωρώ.
Το πρόβλημα της αναγνώρισης είναι θέμα κουλτούρας. Στην Ελλάδα, η γυναίκα αθλήτρια δεν αναγνωριζόταν για πολλά χρόνια, κι ακόμα σήμερα για τον απλό φίλαθλο δεν θεωρείται ένα ελκυστικό και ενδιαφέρον “προϊόν”. Ωστόσο, τώρα γίνονται κάποιες προσπάθειες να αναγνωριστεί. Η Ελληνική Ομοσπονδιακή Καλαθοσφαίρισης (ΕΟΚ), αλλά και η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση – της προώθησης και της αναγνώρισης. Φέτος το ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ γυναικών μπήκε στη τηλεόραση, δίνοντας τη δυνατότητα σε πολύ κόσμο να το παρακολουθήσει και πολύ πιθανόν να του αρέσει, γιατί όχι; Αλλά εδώ μιλάμε για αλλαγή κουλτούρας και αυτή η αλλαγή θέλει υπομονή, επιμονή, πολύ μεγάλη προσπάθεια και χρόνο.”
Θεωρείς ότι αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον;
“Κοίταξε, υπάρχει μία παγκόσμια τάση που φέρνει τη γυναίκα μπροστά σε όλους τους τομείς, και στον αθλητισμό ξεκάθαρα. Από τη δική μας πλευρά, από την Ομοσπονδία – γιατί είμαι κομμάτι και μέλος αυτής της ομάδας – γίνονται οι απαραίτητες κινήσεις και αυτό είναι πάρα πολύ θετικό. Το να μπει το ελληνικό πρωτάθλημα στη τηλεόραση, όπως είπα και πριν, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, σίγουρα θα δημιουργήσει ένα μεγαλύτερο ρεύμα και μία μεγαλύτερη ενημέρωση.
Εμείς θέλουμε να αλλάξει η κατάσταση τα επόμενα χρόνια, αλλά όταν μιλάμε για κουλτούρα χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια, πολύ υπομονή και πολύ επιμονή. Σε βάθος χρόνου πρέπει να αναβαθμιστεί το προϊόν, πρέπει να γίνουν πάρα πολλές κινήσεις, ώστε ο κόσμος να το γνωρίσει, να το αγαπήσει και να το προτιμήσει.
Ο στόχος είναι να έρθει το γυναικείο μπάσκετ στην επιφάνεια, να απασχολεί την επικαιρότητα, και να μπει στην αγορά, ως ένα ανταγωνιστικό προϊόν, που ο κόσμος θα το επιλέξει.”
Πώς βίωσες το πέρασμά σου από την καριέρα σου ως αθλήτρια στην προπονητική;
“Υπήρχε μια πολύ μεγάλη δυσκολία μέσα μου στο να κάνω το πέρασμα από αθλήτρια στο “μετά”, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι θα ακολουθήσει. Ψυχολογικά ήταν πολύ δύσκολο, αλλά ήμουν πολύ υποψιασμένη και ενημερωμένη ότι αυτό θα συμβεί, οπότε δούλεψα σε διάφορους τομείς για να προετοιμαστώ κατάλληλα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, αυτό ήταν κάτι που άρχισε να δουλεύει στα 34 μου. Μέχρι τότε είχα άρνηση και δεν ήθελα να δω το “μετά”.
Όσο έπαιζα μπάσκετ δεν μπορούσα να με δω ως προπονήτρια, παρόλο που στο μυαλό μου η πρώτη επιλογή ήταν αυτή – ήταν το πιο οικείο και ομαλό σαν μετάβαση. Υπήρχε η σκέψη της προπονήτριας αλλά όχι η θέληση. Δεν ήμουν “ζεστή”. Είχα πολλές αμφιβολίες και πολλά ερωτηματικά.
Επίσης, θεωρούσα ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνω προπονήτρια, γιατί είχα μάθει σε έναν άλλο ρόλο. Η διαχείριση δώδεκα άλλων προσωπικοτήτων είναι τελείως διαφορετική από το να ασχολείσαι μόνο με τον εαυτό σου. Όταν παίζεις μπάσκετ, διαχειρίζεσαι μόνο τα δικά σου συναισθήματα, παίρνεις εντολές, εκτελείς και δουλεύεις να γίνεις καλύτερος. Στην προπονητική, πρέπει να γίνεις μέρος μιας ομάδας, να αντιμετωπίσεις τις προσωπικότητες και το σύνολο διαφορετικά και να καθοδηγήσεις ολόκληρη ομάδα – είναι τελείως διαφορετικό και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό είναι σε λάθος δρόμο.
Δεν είχα ποτέ, λοιπόν, το σκίρτημα για την προπονητική. Θεώρησα ότι αν δεν πάρω Elite ομάδα δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Όμως τα πράγματα ωριμάζουν. Ακόμα και το να βγεις από έναν ρόλο χρειάζεται ωρίμανση, εξέλιξη, δουλειά, προσπάθεια και χρόνο.”
Πώς προσαρμόστηκες και τι σου άρεσε περισσότερο στην προπονητική;
“Η προπονητική σε εμένα, ειδικά η ενασχόληση μου με τα μικρά παιδιά, ήρθε τελείως απροσδόκητα γιατί ήταν κάτι που δεν μπορούσα να δω στον εαυτό μου. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν φημίζομαι για την υπομονή του, οπότε στην πρώτη μου ανάγνωση έλεγα “όχι, δεν θέλω με τίποτα να ασχοληθώ με τα μικρά παιδιά, θέλω μόνο να ασχοληθώ με την Εlite”.
Στις πρώτες μου επαφές με τα παιδιά όμως είδα ότι εκεί κάτι γίνεται. Είδα ότι κάπως και τα παιδιά με αγγίζουν, αλλά κάπως και εγώ μάλλον αγγίζω τα παιδιά. Έκανα σπουδές, ασχολήθηκα και ακόμα ασχολούμαι με την αθλητική ψυχολογία και τα παιδαγωγικά, για να προσεγγίζω σωστά τα παιδιά και να τους δημιουργώ κίνητρο.
Μ’ αρέσει πάρα πολύ η προπονητική γιατί είναι κάτι πολύ περισσότερο από μπάσκετ, κάτι πολύ περισσότερο από τις τέσσερις γραμμές και είναι κάτι πολύ περισσότερο από την τεχνική και την τακτική του αθλήματος. Φέρει μια τεράστια ευθύνη, σε επηρεάζει ως άνθρωπο και σου δίνει τη δυνατότητα να βοηθήσεις άλλους να εξελιχθούν, να πιστέψουν στον εαυτό τους και να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Για μένα αυτό είναι τεράστιο. Δηλαδή, αν το αναλύσουμε περισσότερο, είναι πώς μπορείς να βοηθήσεις έναν άνθρωπο να γίνει ευτυχισμένος.”
Πώς βλέπεις τον ρόλο του προπονητή πέρα από την τεχνική και την τακτική; Ποια είναι η σημασία του μπάσκετ για την προσωπική ανάπτυξη των αθλητών;
“Ο προπονητής είναι εξαιρετικά σημαντικός στη ζωή ενός αθλητή. Μπορεί να τον κάνει να αγαπήσει ή να μισήσει το άθλημα, να συνεχίσει ή να τα παρατήσει. Αν περιοριστεί μόνο στην τεχνική και στην τακτική, αποποιείται τον παιδαγωγικό του ρόλο και περιορίζει τόσο τον εαυτό του όσο και τον αθλητή.
Το μπάσκετ είναι πολύ περισσότερο από ένα παιχνίδι ή ένα άθλημα, είναι ένα σχολείο ζωής. Είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, όπου μαθαίνεις να εντάσσεσαι σε μια ομάδα, να συνεργάζεσαι, να αποδέχεσαι τον ρόλο σου και τις ευθύνες σου, να παίρνεις αποφάσεις γρήγορα και να διαχειρίζεσαι νίκες και ήττες. Μέσα από το άθλημα χτίζεις δεξιότητες ζωής: πειθαρχία, σεβασμό στους γύρω, σωστή επικοινωνία, διαχείριση συναισθημάτων και αποτυχίας. Αυτές οι δεξιότητες είναι άμεσα εφαρμόσιμες σε κάθε πτυχή της ζωής, από τις προσωπικές σχέσεις μέχρι την επαγγελματική πορεία.
Γι’ αυτό, η προσέγγιση που πρέπει να έχουμε ως προπονητές είναι ολιστική. Το μπάσκετ διαμορφώνει χαρακτήρες, διδάσκει πώς να συνεργάζεσαι, πώς να διαχειρίζεσαι τον εκνευρισμό σου και πώς να παίρνεις σωστές αποφάσεις, δεξιότητες που συνοδεύουν τον άνθρωπο σε όλη τη ζωή του.”
Τι είναι αυτό που θέλεις να μεταδώσεις στη νέα γενιά αθλητών/αθλητριών μέσα από την ενασχόλησή σου με την προπονητική και την Antetokounbros Academy;
“Θα σου πω τι λέω στα παιδιά με τα οποία συναναστρέφομαι, ανεξαρτήτου ηλικίας. Στα πολύ μικρά παιδιά, κάτω των 10, προτεραιότητα είναι η χαρά και το παιχνίδι. Στη συνέχεια , όταν ασχολούνται πιο σοβαρά με τον αθλητισμό ή τον πρωταθλητισμό, τους λέω: “Κλείσε τα μάτια, πες μου τι ονειρεύεσαι και μετά άνοιξε τα μάτια και κάνε το όνειρο σου πραγματικότητα”.
Επίσης, κάθε φορά που κάποιο νεαρό παιδί, αγόρι ή κορίτσι, έρχεται και ζητάει τη συμβουλή μου γιατί έχει βρεθεί μπροστά σε μια δυσκολία, πάντα ρωτάω: “Εσύ τι θέλεις να κάνεις;”. Και όταν ένα παιδί εκφράζει αυτό που θέλει, γιατί πολύς κόσμος δεν ξέρει πολλές φορές τι θέλει, να το πει ξεκάθαρα, το επόμενο που του λέω είναι: “Ωραία, πήγαινε και κάν’ το”. Και αν το θέλει πραγματικά, δεν χρειάζεται να μου το λέει αλλά να το δείξει με πράξεις.
Δεν υπάρχουν μυστικά. Όλα έχουν να κάνουν με τον χρόνο και την προσπάθεια που αφιερώνεις σε αυτό που θέλεις και στο πώς δουλεύεις για να γίνεσαι καλύτερος συνεχώς.”



