Πόσες φορές καθόμαστε να δούμε έναν αγώνα, να χαρούμε λίγο μπάσκετ – κι αν είναι δυνατόν, να συζητήσουμε μετά για το ίδιο το παιχνίδι; Τα συστήματα, τις άμυνες, τις επιλογές των προπονητών, τους game changers, τις αλλαγές ρυθμού. Αυτά, τα όμορφα. Αυτά για τα οποία μπορώ να συζητώ για ώρες… Πόσες φορές λέμε “ας μιλήσουμε ΜΟΝΟ για μπάσκετ” και… λίγο μετά το τελικό σφύριγμα, νιώθουμε ότι ζητήσαμε πολλά;
Κι όμως, βρισκόμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Δεν μετράμε τρίποντα, buzzer beaters, άμυνες και clutch παίκτες. Καταλήγουμε να μετράμε χειρονομίες, φωνές, προκλήσεις, σπρωξίματα, τεχνικές ποινές και αποβολές. Αντί να μιλάμε για τα plays, μιλάμε για συμπεριφορές. Η μπασκετική κουλτούρα στην Ελλάδα μοιάζει να έχει κολλήσει στο ίδιο τοξικό μοτίβο – ίσως και να έχει πάει πιο πίσω.
Το πρόβλημα είναι στη ρίζα του δέντρου

Το πρόβλημα μας πάει πολύ πίσω, δεν είναι καινούργιο. Το πρόβλημα ξεκινά από τη βάση, από τις ακαδημίες, τα τοπικά και τα εφηβικά. Προπονητές με νοοτροπίες του ’90, που πιστεύουν ότι με φωνές και με το να μειώνουν χαρακτήρες θα “φτιάξουν παίκτες”. Προπονητές που δεν βλέπουν μπροστά, δεν διαβάζουν το σύγχρονο μπάσκετ και αρνούνται κατηγορηματικά να εξελιχθούν.
Αντί να μεταδώσουν πάθος, εμπνέουν φόβο, αντί να μεγαλώσουν αθλητές με σεβασμό, τους “κόβουν” τα φτερά πριν καλά-καλά προλάβουν να… πετάξουν.
Η πίεση των γονέων

Μετά τους προπονητές, το πρόβλημα πάει στο σπίτι, στους γονείς. Δεν είναι λίγοι αυτοί που γράφουν το παιδί τους σε μια ομάδα και αμέσως αρχίζουν να ονειρεύονται να “βγει παίκτης”. Το αποτέλεσμα; Το παιδί λαμβάνει πίεση για το αποτέλεσμα, φωνές από την εξέδρα και κριτική στα αποδυτήρια. Και όχι, δεν πρόκειται για “υπερβολές”. Είναι καθημερινότητα!
Οι νέοι αντί να χαίρονται το παιχνίδι -την ομορφιά του αθλήματος- καταλήγουν να φορτώντονται με ένα ακόμα άγχος. Αντί να εξελίσσονται, διστάζουν και κλείνονται. Πολλοί τα παρατάνε. Και στο τέλος… το όποιο ταλέντο χάνεται μαζί με την όρεξη για το μπάσκετ.
Όταν η τοξικότητα… διδάσκεται

Η τοξικότητα δεν είναι απλώς προϊόν οπαδισμού. Είναι στάση ζωής που περνάει από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά — καμουφλαρισμένη πίσω από λέξεις όπως “πάθος”, “πίστη”, “ταυτότητα”. Ένα μικρό παιδί δεν βρίζει διαιτητή από μόνο του. Κάπου το άκουσε και κάποιος το χειροκρότησε όταν το έκανε.
Οι περισσότεροι γονείς – όσο σκληρό κι αν ακούγεται – δεν ασχολούνται πραγματικά. Για να διατηρήσουν το κεφάλι τους ήσυχο, δίνουν στο παιδί ένα κινητό, ένα τάμπλετ, μια φανέλα, μια μπάλα κι ένα YouTube κανάλι με highlights. Κι εκεί τελειώνει ο “αθλητισμός”. Η παιδεία παραμένει στην άκρη.
Πως ακριβώς, δηλαδή, περιμένουμε να διαμορφώσουμε ανθρώπους με σεβασμό, συνεργατικότητα και αθλητική παιδεία;
Από τη διδασκαλία… στην πράξη

Και αφού αποκτήσουν τα παιδιά την… απαραίτητη “αθλητική παιδεία” μεγαλώνουν για να γίνουν αυτό που νομίζουν πως είναι φίλαθλοι. Οι “φίλαθλοι” που πηγαίνουν στο γήπεδο και έχουν ως μοναδικό σκοπό να βρίσουν, να απειλήσουν και να προκαλέσουν με οποιονδήποτε πιθανό και απίθανο τρόπο. Έτσι πιστεύουν ότι υποστηρίζουν την ομάδα τους. Και το χειρότερο είναι πως πρόκειται για την πλειοψηφία. Και όχι μόνο το ζουν — το υπερασπίζονται κιόλας. Το λένε “τσαμπουκά”. Το λένε “καρδιά”. Το λένε “μαγκιά”. Συγγνώμη, αλλά δεν είναι τίποτα από αυτά.
Αυτό δεν είναι ούτε υποστήριξη αλλά ούτε και αθλητισμός. Είναι καφρίλα και αρρώστια. Αυτήν την κατάσταση την έχουμε κανονικοποιήσει, την έχουμε κάνει καθημερινότητα και την θεωρούμε φυσιολογική σαν να είναι μέρος του παιχνιδιού. Γιατί;
Πόσο ωραίο είναι να βλέπεις γήπεδα γεμάτα αστυνόμευση; Να μπαίνεις και να αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι σε ελεγχόμενη ζώνη; Πόσο φυσιολογικό είναι ένα παιδί να φοβάται να πάει να δει τον αγώνα της ομάδας του; Σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό άθλημα είναι όλα αυτά αποδεκτά; Σε ποιο, αλήθεια;
Παίκτες… “πρότυπα”

Θα πάρω ως αφορμή το περιστατικό με τον Εβάν Φουρνιέ. Δεν είναι μόνο αυτός αλλά πιστεύω πως είναι ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα. Ο Γάλλος είναι ένας παίκτης με βαρύ βιογραφικό, ένας παίκτης με χρόνια παρουσία στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου στο μπάσκετ, στο NBA. Αυτός ο παίκτης σε ένα ματς που βλέπει μεγάλο μέρος του πλανήτη, σε ένα παιχνίδι τελικών, μπροστά σε όλους, κάνει αυτή την άσεμνη χειρονομία στην εξέδρα.
Ναι, το ματς ήταν στα κόκκινα. Ναι, είχε προηγηθεί ένα αντιαθλητικό φάουλ άνευ λόγου. Ναι, είναι άνθρωπος. Παρόλα αυτά, όμως, δεν δικαιολογείται. Εάν θες να είσαι ένας σπουδαίος παίκτης δεν παίζει ρόλο μόνο η στατιστική σου. Σε τέτοιες καταστάσεις πρέπει να έχεις “κρύο αίμα” και να μην σε αγγίζει τίποτα. Να είσαι επαγγελματίας. Αντίστοιχες συμπεριφορές στο ΣΕΦ, είχε και ο Ναν, βέβαια..
Είναι πολύ κρίμα γιατί τέτοιες στιγμές χάνεις όλα όσα έχεις χτίσει προηγουμένως με κόπο….
Το “αόρατο” πρόβλημα
Και φτάνουμε στο σημείο των διοικήσεων – εκεί όπου όλοι τις τελευταίες μέρες έχουν στραφεί. Επιτρέψτε μου να μην επεκταθώ πολύ. Όχι γιατί δεν υπάρχουν πράγματα να ειπωθούν, αλλά… γιατί όλοι τα ξέρουμε και όλοι τα βλέπουμε. Και, αν μιλάμε ειλικρινά, έχει αρχίσει να κουράζει πια αυτή η ίδια συζήτηση. Αναλωνόμαστε συνεχώς στα ίδια και στα ίδια και δεν υπάρχει καμία αλλαγή.
Θα πω μόνο το εξής: Δεν υπάρχει κανένα όραμα. Μόνο διαχείριση κρίσης και κινήσεις εντυπωσιασμού με δηλώσεις, ανακοινώσεις, βίντεο και hashtags. Κάθε φορά που κάτι στραβώνει, αντί να κοιτάξουμε προς τα μέσα, κοιτάμε πώς θα στρίψουμε τη συζήτηση αλλού.
Και μετά απορούμε γιατί δεν πάει το άθλημα μπροστά. Πώς να πάει, όταν το μόνο που μας νοιάζει είναι να “βγούμε από πάνω” σε μια κόντρα; Πώς να προχωρήσει, όταν δεν υπάρχει σχέδιο, δομή, παιδεία, μακροπρόθεσμη σκέψη; Μόνο το σήμερα, μόνο το τώρα και μόνο το ποιος φταίει.
Και τώρα; Τι γίνεται τώρα;

Η αλήθεια είναι μια – απλή και σκληρή – αν δεν προχωρήσουμε σε αλλαγές, η κατάσταση θα παραμείνει ίδια. Είναι αυτονόητο, όσο κι αν επιμένουμε να κάνουμε πως δεν το βλέπουμε. Αν κάθε φορά προχωράμε παρακάτω σαν να μη συνέβη τίποτα, τότε ναι — είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αν δεν πονάμε όταν βλέπουμε παιδιά να εγκαταλείπουν το μπάσκετ, ομάδες να διαλύονται, γήπεδα να αδειάζουν από ανθρώπους και να γεμίζουν με ΜΑΤ… τότε μάλλον δεν αγαπάμε πραγματικά το άθλημα. Για να δούμε αλλαγή και εξέλιξη στο άθλημα, χρειάζεται: νέα νοοτροπία, νέα πρότυπα και νέοι άνθρωποι σε θέσεις που σήμερα έχουν γίνει μόνιμοι ένοικοι ενός συστήματος που μόνο αναπαράγει τα ίδια προβλήματα.
Και πάνω απ’ όλα, χρειάζεται θέληση. Κυρίως αυτό γιατί η τοξικότητα δεν φεύγει με tweets και posts. Φεύγει με αποφάσεις, με ρήξεις και με ποινές, με δουλειά από τη ρίζα του προβλήματος.
Μέχρι τότε, θα συνεχίσουμε να λέμε: “Θέλουμε να μιλήσουμε για μπάσκετ… και δεν μας αφήνουν”